Ιθακήσιος

Ιθακήσιος
και Θιακός, ο και θηλ. Ιθακήσια (ΑΜ Ἰθακήσιος, θηλ. Ἰθακησία)
ο κάτοικος τής Ιθάκης ή αυτός που κατάγεται από αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ιθάκη + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. βουν-ήσιος, καμπ-ήσιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ἰθακήσιος — to Ithaca masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιθακήσιος — ο θηλ. ια ο κάτοικος της Ιθάκης ή ο καταγόμενος από αυτή, Θιακός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἰθακησίων — Ἰθακήσιος to Ithaca fem gen pl Ἰθακήσιος to Ithaca masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰθακήσιον — Ἰθακήσιος to Ithaca masc acc sg Ἰθακήσιος to Ithaca neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰθακησίοις — Ἰθακήσιος to Ithaca masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰθακησίου — Ἰθακήσιος to Ithaca masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰθακησίους — Ἰθακήσιος to Ithaca masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰθακησίῳ — Ἰθακήσιος to Ithaca masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰθακήσιε — Ἰθακήσιος to Ithaca masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰθακήσιοι — Ἰθακήσιος to Ithaca masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”